- ευκίνητος
- -η, -ο (ΑΜ εὐκίνητος, -ον)1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.)2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.)αρχ.-μσν.1. (για το στερέωμα) αυτός που κινείται μαλακά2. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο ευμετάβλητοςαρχ.1. αυτός που καταλαβαίνει εύκολα και γρήγορα, ο οξύνους2. αυτός που έχει κλίση ή τάση προς κάτι, ο επιρρεπής («ἡλικίαι ἐκ τούτων φανεραί, ποῑαι εὐκίνητοι πρὸς ὀργήν», Αριστοτ.)3. αυτός που ελέγχεται εύκολα, ο ευέλεγκτος4. (για γλώσσα) αυτή που ρέει, ο κομψός λόγος5. το ουδ. ως ουσ. τo εὐκίνητοντο ευμετάβλητο, η αστάθεια.επίρρ...ευκινήτως και ευκίνητα (ΑΜ εὐκινήτως)με ευκινησία, με σβελτάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κινητός (< κινώ)].
Dictionary of Greek. 2013.